Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σπίθα

См. также в других словарях:

  • σπίθα — η, Ν 1. ο σπινθήρας («εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ άχερα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. (για αισθήματα και καταστάσεις) η αρχική αιτία, το πρώτο έναυσμα («από μια σπίθ απόμικρη φωτιά μεγάλη γίνη», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «τα μάτια του βγάζουν …   Dictionary of Greek

  • σπίθα — η 1. σπινθήρας: Το μαχαίρι καθώς το τρόχιζε έβγαζε σπίθες. – Πετάχτηκε μια σπίθα από τη φωτιά και κάηκε το σπίτι. 2. μτφ., ευφυής άνθρωπος: Αυτό το παιδί είναι σπίθα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Mikis Theodorakis — (2004) Mikis Theodorakis (griechisch Μίκης Θεοδωράκης, * 29. Juli 1925 auf der Insel Chios, Griechenland) ist Komponist, Schriftsteller und Politiker. Sein Vater Giorgos Theodorakis stammte aus Galata bei …   Deutsch Wikipedia

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αίθυγμα — αἴθυγμα, το (Α) [αἰθύσσω] σπίθα, λάμψη, λαμπρότητα, φεγγοβολώ (και μτφ.) …   Dictionary of Greek

  • αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… …   Dictionary of Greek

  • απόμικρος — η, ο πολύ πολύ μικρός («από μια σπίθα απόμικρη φωτιά μεγάλη εγίνη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»