-
1 σπίθα
[спита] ουσ. Θ. искра,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπίθα
-
2 искра
-
3 искра
-ы θ.σπίθα, σπινθήρας. || μτφ. έκλαμψη• ευφυία.εκφρ.искра (божья) – παλ. ταλέντο, χάρισμα, προίκισμα•электрическая - – ηλεκτρική σπίθα•- ы из глаз посыпались – σπίθες πετάχτηκαν από τα μάτια (από δυνατό κεφαλικό χτύπημα). -
4 искра
ο σπινθήρ/ας, η σπίθαгасить - у σβήνω τον - α, - возникает (в системе зажигания д.в.с) δημιουργείται - (στο σύστημα ανάφλεξης των ΜΕΚ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искра
-
5 заронить
заронитьсов1. разг (уронить за...) ἀφήνω νά μοῦ πέσει, ρίχνω:\заронить и́скру πετῶ σπίθα·2. перен ρίχνω, σπέρνω:\заронить сомнения в ком-л. σπέρνω ἀμφιβολία σέ κάποιον. -
6 искра
и́скр||аж прям., перен ἡ σπίθα, ὁ σπινθήρ:\искра надежды ἡ ἀμυδρά ἐλπίδα· ◊ у меня \искраы из глаз посыпались είδα τόν οὐρανό σφοντύλι. -
7 искра
[ίσκρα] ουσ. θ. σπίθα -
8 искра
[ίσκρα] ουσ θ σπίθα -
9 возгореть
-рю, -ришь, ρ.σ. παλ. βλ. возгореться.1. ανάβω, παίρνω φωτιά•из искры -лось пламя από τη σπίθα άναψε φωτιά.
2. δυναμώνω, εξελίοαομαι ραγδαία, αψιώνω•-лась ожесточенная битва άναψε σκληρή μάχη.
3. μτφ. κατέχομαι από σφοδρό πάθος, επιθυμία κ.τ.τ. возгореть желанием славы καίγομαι (φλέγομαι) από το πάθος για δόξα. -
10 остроумец
-ща α. άνθρωπος ευφυέστατος, ατσίδα, σπίθα, σπίρτο.
См. также в других словарях:
σπίθα — η, Ν 1. ο σπινθήρας («εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ άχερα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. (για αισθήματα και καταστάσεις) η αρχική αιτία, το πρώτο έναυσμα («από μια σπίθ απόμικρη φωτιά μεγάλη γίνη», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «τα μάτια του βγάζουν … Dictionary of Greek
σπίθα — η 1. σπινθήρας: Το μαχαίρι καθώς το τρόχιζε έβγαζε σπίθες. – Πετάχτηκε μια σπίθα από τη φωτιά και κάηκε το σπίτι. 2. μτφ., ευφυής άνθρωπος: Αυτό το παιδί είναι σπίθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Mikis Theodorakis — (2004) Mikis Theodorakis (griechisch Μίκης Θεοδωράκης, * 29. Juli 1925 auf der Insel Chios, Griechenland) ist Komponist, Schriftsteller und Politiker. Sein Vater Giorgos Theodorakis stammte aus Galata bei … Deutsch Wikipedia
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αίθυγμα — αἴθυγμα, το (Α) [αἰθύσσω] σπίθα, λάμψη, λαμπρότητα, φεγγοβολώ (και μτφ.) … Dictionary of Greek
αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] … Dictionary of Greek
αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… … Dictionary of Greek
απόμικρος — η, ο πολύ πολύ μικρός («από μια σπίθα απόμικρη φωτιά μεγάλη εγίνη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… … Dictionary of Greek